- ηρώος
- -α, -ο (Α ἡρῷος, -ῴα, -ον και ασυναίρ. τ. ἡρώιος, -ία, -ον)νεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το ηρώομνημείο που έχει ανεγερθεί προς τιμήν τών πεσόντων στους πολέμους τού έθνουςαρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ό ἡρῷος (ενν. ῥυθμός)το ηρωικό μέτρο, ο δακτυλικός εξάμετρος2. το ουδ. ως ουσ. το ἡρῷον και ιων. τ. ἡρώιονα) (ενν. ἱερὸν ή ἕδος) i) τάφος ή ιερό (ναός) αφιερωμένα σε ήρωαii) τύμβοςβ) (ενν. μέτρον) εξάμετρος3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα ἡρῷα (ενν. ἱερά)εορτή προς τιμήν ενός ήρωα4. φρ. «ποῡς ἡρῷος» — ο δάκτυλος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρως + κατάλ. -ιος (πρβλ. λέσβ-ιος, όλβ-ιος)].
Dictionary of Greek. 2013.